- ριζό
- τό1) прям. , перен. корень; 2) πλ. подножие горы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριζό, το — και συνηθέστ. πληθ. ριζά, τα οι πρόποδες του βουνού: Την άλλημέρα το πρωίανταμώσαμε στα ριζά του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Rhizophora — Blüte der Roten Mangrove (Rhizophora mangle) Systematik Rosiden Eurosiden I … Deutsch Wikipedia
Ризофора — ? Ризофора … Википедия
Ризофоры — ? Ризофора Красное мангровое дерево Национальный парк Эверглейдс, США Научная классификация … Википедия
Archaeorhizomycetes — Archaeorhizomyces finlayi Systematik Unterabteilung: Taphrinomycotina Klasse: Archaeorhizomycetes Ordnung: Archaeorhizomycetales Familie: Archaeor … Deutsch Wikipedia
rizo- — ► prefijo/ suf Componente de palabra procedente del gr. rhiza, que significa raíz: ■ rizófago; polirrizo. * * * rizo Elemento prefijo del gr. «rhíza», raíz. * * * rizo . (Del gr. ῥιζο ). elem. compos. Significa raíz . Rizófago, rizópodo. * * * ►… … Enciclopedia Universal
ανυποστήρικτος — η, ο αυτός που δεν έχει υποστήριξη, απροστάτευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποστηρίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek
ασύχναστος — η, ο (για τόπους) αυτός στον οποίο δεν συχνάζουν άνθρωποι, απόκεντρος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778 1850)] … Dictionary of Greek
βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek
ιτεόφυλλος — ἰτεόφυλλος, ον (Α) επιγρ. στολισμένος με απομιμήσεις φύλλων ιτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ακανθό φυλλος, ριζό φυλλος] … Dictionary of Greek
κραμβοκέφαλος — κραμβοκέφαλος, ον (Α) αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με κράμβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κριο κέφαλος, ριζο κέφαλος] … Dictionary of Greek